- χτενάς
- ο, Νβλ. κτενάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτενάς — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από την Αθήνα (το επώνυμο αναφέρεται και ως Χτενάς). 1. Παναγής. Ονομαζόταν και Μπατζακάτσας. Με την έκρηξη της Επανάστασης στην Αττική τον Απρίλιο του 1821, κατετάγη στα επαναστατικά σώματα μαζί… … Dictionary of Greek
γόνδολα — (gondola).Πλοιάριο με επίπεδο πυθμένα και ένα κουπί, χαρακτηριστικό της Βενετίας, όπου χρησιμοποιείται μόνο για τη μεταφορά ανθρώπων. Το κομψό σχήμα της σημερινής γ. καθιερώθηκε κατά τα μέσα του 19ου αι., έπειτα από διαδοχικές τροποποιήσεις που… … Dictionary of Greek
κτενιοποιός — κτενιοποιός, ὁ (Α) κατασκευαστής χτενιών, χτενάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτένιον + ποιος (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
κτενοποιός — και χτενοποιός, ο (Α κτενοποιός) κατασκευαστής χτενών, χτενάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτεν (< κτείς, κτενός) + συνδετικό φωνήεν ο + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
μύρηξ — (murex). Γένος θαλάσσιων γαστερόποδων της οικογένειας των μυρηκιδών της τάξης των μονωτοκαρδίων, που ονομάστηκαν έτσι επειδή η καρδιά τους έχει μία μόνο κοιλία. Ο σπλαγχνικός θύλακος του μ. περιέχεται σ’ ένα στροβιλοειδές όστρακο, εφοδιασμένο με… … Dictionary of Greek
ξυράφι — Όργανο που χρησιμοποιείται για το ξύρισμα, κυρίως του ανδρικού προσώπου. Το ξυράφι αποτελείται συνήθως από μία χαλύβδινη λεπίδα μήκους περίπου 10 εκατ. και πλάτους περί τα 2 εκατ. Ένα από τα δύο χείλη της λεπίδας έχει λειανθεί με ακόνισμα για να… … Dictionary of Greek
χτενάδικο — το, Ν εργαστήριο ή εργοστάσιο στο οποίο κατασκευάζονται χτένες ή κατάστημα όπου πωλούνται χτένες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χτεναδ τού πληθ. χτενάδες τής λ. χτένας + κατάλ. ικο (πρβλ. γαλατάδ ικο)] … Dictionary of Greek
γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… … Dictionary of Greek
δόντι — το 1. καθένα από τα λευκά οστάρια που χρησιμεύουν στο μάσημα της τροφής. 2. μτφ., το μέσο: Πήρε ευνοϊκή μετάθεση γιατί είχε δόντι. 3. κάθε προεξοχή που μοιάζει με δόντι: Δόντια του μαχαιριού. – Δόντια της χτένας κτλ. 4. φρ., «Δεν είναι για τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)